- περισπερχθέντων
- περί-σπέρχωset in rapid motionaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπερχώ — έω, Α παθ. περισπερχοῡμαι, έομαι συνταράζομαι, εξοργίζομαι («Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περισπέρχω κατά τα συνηρημένα] … Dictionary of Greek